- υδροθειώδης
- -ες, Νφρ. α) «υδροθειώδες οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση, οξυγονούχο οξύ τού θείου, γνωστό και ως διθειονώδες οξύβ) «υδροθειώδη άλατα»χημ. τα σταθερά άλατα τού υδροθειώδους οξέος, τα οποία απορροφούν σε σημαντικό βαθμό το οξυγόνο και αποτελούν έτσι ισχυρά αναγωγικά μέσαγ) «υδροθειώδες νάτριο»χημ. το σημαντικότερο άλας τού υδροθειώδους οξέος, στερεό κρυσταλλικό σώμα που προκύπτει κατά την κατεργασία τής σκόνης ψευδαργύρου με πυκνό διάλυμα όξινου θειώδους νατρίου, κορεσμένου με διοξείδιο τού θείου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. acide «οξύ» hydrosulfureux < hydro- (< υδρ[ο]-) + -sulfureux «θειώδης»].
Dictionary of Greek. 2013.